- κλέουσαι
- κλέωtell ofpres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελωδός — ο, η (ΑM μελῳδός, όν) ως ουσ. 1. αοιδός, τραγουδιστής 2. λυρικός ποιητής που συνθέτει τη μουσική τών ποιημάτων του 2. στιχουργός και συνθέτης εκκλησιαστικών ύμνων, σε διάκριση από τον υμνογράφο, ο οποίος γράφει αλλά δεν μελοποιεί ύμνους («Ρωμανός … Dictionary of Greek